βίαιος

βίαιος
βῐαιος (superl. βιαιότατον) βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ
1 by the force of Παρθ. 1. 1. μαλάσσοντες βίαιον πόντον ( the force of the sea: v. l. βία τὸν unde βιατὰν coni. Bergk) *fr. 140c. 1* n. pro subs., force

ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν, οὐχ ὑπερβαλών, βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67

Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειπί (v. l. βιαιῶν τὸ δικαιότατον) fr. 169. 3. adv., -ως, ἀποσυλᾶσαι βιαίωςby force P. 4.110 περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως perforce cf. Wil., S & S. 189̆{2} fr. 123. 7.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βίαιος — forcible masc nom sg βίαιος forcible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίαιος — α και η, ο (AM βίαιος, α, ον) 1. αυτός που γίνεται με τη βία, που είναι αποτέλεσμα βίας 2. όποιος ενεργεί ή επιδρά με βιαιότητα 3. (για πρόσωπο) απότομος, σκληρός 4. (για άνεμο) δυνατός, ορμητικός νεοελλ. φρ. 1. «βίαιη προσαγωγή» καταναγκαστικό… …   Dictionary of Greek

  • βίαιος — η, ο επίρρ. βίαια αυτός που μεταχειρίζεται βία, επιθετικός, ορμητικός, απότομος: Η βίαια σύγκρουση των δύο αυτοκινήτων προκάλεσε τον άμεσο θάνατό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιαιότερον — βίαιος forcible adverbial comp βίαιος forcible masc acc comp sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc comp sg βίαιος forcible adverbial comp βίαιος forcible masc acc comp sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιοτάτων — βίαιος forcible fem gen superl pl βίαιος forcible masc/neut gen superl pl βίαιος forcible fem gen superl pl βίαιος forcible masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιοτέραις — βίαιος forcible fem dat comp pl βιαιοτέρᾱͅς , βίαιος forcible fem dat comp pl (attic) βίαιος forcible fem dat comp pl βιαιοτέρᾱͅς , βίαιος forcible fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιοτέρων — βίαιος forcible fem gen comp pl βίαιος forcible masc/neut gen comp pl βίαιος forcible fem gen comp pl βίαιος forcible masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιότατα — βίαιος forcible adverbial superl βίαιος forcible neut nom/voc/acc superl pl βίαιος forcible adverbial superl βίαιος forcible neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαιότατον — βίαιος forcible masc acc superl sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc superl sg βίαιος forcible masc acc superl sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιαίως — βίαιος forcible adverbial βίαιος forcible masc acc pl (doric) βίαιος forcible adverbial βίαιος forcible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίαιον — βίαιος forcible masc acc sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc sg βίαιος forcible masc/fem acc sg βίαιος forcible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”